Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεσόχλοος
μεσόχορος
μεσοχρόνιος
μεσόχροος
μεσόχωρος
μεσόω
μεσπίλη
μέσπιλον
μεσπιλώδης
μέσπλη
μεσπόδι
μέσσαβον
μέσσατος
μέσσαυλος
μεσσηγυδορποχέστης
μεσσήρης
μεσσογενής
μεσσογέως
μέσσοθεν
μέσσοθῐ
μες<ς>οικέται
View word page
μεσπόδι
μεσπόδι, Thess.,
A). = μέσφα , IG 9(2).517.13 (Larissa, iii B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεσπόδι
Headword (normalized):
μεσπόδι
Headword (normalized/stripped):
μεσποδι
IDX:
66537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66538
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεσπόδι</span>, Thess., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μέσφα</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 9(2).517.13 </span> (Larissa, iii B.C.).</div> </div><br><br>'}