Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεσουρανέω
μεσουράνημα
μεσουράνησις
μεσουράνιος
μεσουράνισμα
μεσούριον
μέσουροι
μεσοφάλακρος
μεσοφανής
μεσοφαράγγιον
μεσοφέρδην
μεσόφθαλμος
μεσόφθεγμα
μεσοφλέβιον
μεσόφρυον
μεσόχθων
μεσόχλοος
μεσόχορος
μεσοχρόνιος
μεσόχροος
μεσόχωρος
View word page
μεσοφέρδην
μεσο-φέρδην,
A). v. μεσοπέρδην .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεσοφέρδην
Headword (normalized):
μεσοφέρδην
Headword (normalized/stripped):
μεσοφερδην
IDX:
66521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66522
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεσο-φέρδην</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μεσοπέρδην</span> .</div> </div><br><br>'}