Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεσοταγής
μεσότακτος
μεσοτείχιος
μεσότης
μεσότοιχον
μεσότοιχος
μεσοτομέω
μεσότομος
μεσοτριβακόν
μεσοτρίβας
μεσοτριβής
μεσότυχος
μεσουρανέω
μεσουράνημα
μεσουράνησις
μεσουράνιος
μεσουράνισμα
μεσούριον
μέσουροι
μεσοφάλακρος
μεσοφανής
View word page
μεσοτριβής
μεσο-τρῐβής, ές,
A). half-worn-out, Hsch. s.v. θύστινον .


ShortDef

half-worn-out

Debugging

Headword:
μεσοτριβής
Headword (normalized):
μεσοτριβής
Headword (normalized/stripped):
μεσοτριβης
IDX:
66509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66510
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεσο-τρῐβής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">half-worn-out</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">θύστινον</span> .</div> </div><br><br>'}