Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεσόσφαιρος
μεσοσχιδής
μεσοταγής
μεσότακτος
μεσοτείχιος
μεσότης
μεσότοιχον
μεσότοιχος
μεσοτομέω
μεσότομος
μεσοτριβακόν
μεσοτρίβας
μεσοτριβής
μεσότυχος
μεσουρανέω
μεσουράνημα
μεσουράνησις
μεσουράνιος
μεσουράνισμα
μεσούριον
μέσουροι
View word page
μεσοτριβακόν
μεσο-τρῐβᾰκόν, τό,
A). half-worn-out garment, prob. in POxy. 1645.10 (iv A.D.).


ShortDef

half-worn-out garment

Debugging

Headword:
μεσοτριβακόν
Headword (normalized):
μεσοτριβακόν
Headword (normalized/stripped):
μεσοτριβακον
IDX:
66507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66508
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεσο-τρῐβᾰκόν</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">half-worn-out garment</span>, prob. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1645.10 </span> (iv A.D.).</div> </div><br><br>'}