Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεσοσυλλαβία
μεσόσφαιρος
μεσοσχιδής
μεσοταγής
μεσότακτος
μεσοτείχιος
μεσότης
μεσότοιχον
μεσότοιχος
μεσοτομέω
μεσότομος
μεσοτριβακόν
μεσοτρίβας
μεσοτριβής
μεσότυχος
μεσουρανέω
μεσουράνημα
μεσουράνησις
μεσουράνιος
μεσουράνισμα
μεσούριον
View word page
μεσότομος
μεσό-τομος-, poet. μεσς-, ον,
A). cut through the middle, split, κάλαμοι AP 6.63 ( Damoch.).


ShortDef

cut through the middle

Debugging

Headword:
μεσότομος
Headword (normalized):
μεσότομος
Headword (normalized/stripped):
μεσοτομος
IDX:
66506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66507
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεσό-τομος</span>-, poet. <span class="orth greek">μεσς-</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cut through the middle, split</span>, <span class="quote greek">κάλαμοι</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.63 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Damoch.</span></span>).</div> </div><br><br>'}