Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεσοσέληνον
μεσοστάτης
μεσόστενος
μεσοστροφωνίαι
μεσοστύλιον
μεσοσυλλαβέω
μεσοσυλλαβία
μεσόσφαιρος
μεσοσχιδής
μεσοταγής
μεσότακτος
μεσοτείχιος
μεσότης
μεσότοιχον
μεσότοιχος
μεσοτομέω
μεσότομος
μεσοτριβακόν
μεσοτρίβας
μεσοτριβής
μεσότυχος
View word page
μεσότακτος
μεσό-τακτος, , dub. sens. in CPR 154.13 (iii A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεσότακτος
Headword (normalized):
μεσότακτος
Headword (normalized/stripped):
μεσοτακτος
IDX:
66500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66501
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεσό-τακτος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CPR</span> 154.13 </span> (iii A.D.).</div><br><br>'}