Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεσοποτάμιος
μεσοπτερύγια
μεσόπτωτα
μεσοπύγιον
μεσοπύλη
μεσοπύργιον
μεσόριον
μεσόρομβος
μεσορραγής
μέσος
μεσοσέληνον
μεσοστάτης
μεσόστενος
μεσοστροφωνίαι
μεσοστύλιον
μεσοσυλλαβέω
μεσοσυλλαβία
μεσόσφαιρος
μεσοσχιδής
μεσοταγής
μεσότακτος
View word page
μεσοσέληνον
μεσο-σέληνον, τό,
A). new moon, Gloss.


ShortDef

new moon

Debugging

Headword:
μεσοσέληνον
Headword (normalized):
μεσοσέληνον
Headword (normalized/stripped):
μεσοσεληνον
IDX:
66490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66491
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεσο-σέληνον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">new moon,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}