Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεσοπορικόν
μεσοπόρος
μεσοπόρφυρος
μεσοποτάμιος
μεσοπτερύγια
μεσόπτωτα
μεσοπύγιον
μεσοπύλη
μεσοπύργιον
μεσόριον
μεσόρομβος
μεσορραγής
μέσος
μεσοσέληνον
μεσοστάτης
μεσόστενος
μεσοστροφωνίαι
μεσοστύλιον
μεσοσυλλαβέω
μεσοσυλλαβία
μεσόσφαιρος
View word page
μεσόρομβος
μεσόρομβος, , kind of
A). bandage, Hsch.


ShortDef

bandage

Debugging

Headword:
μεσόρομβος
Headword (normalized):
μεσόρομβος
Headword (normalized/stripped):
μεσορομβος
IDX:
66487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66488
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεσόρομβος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, kind of <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bandage</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}