Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεσοπορία
μεσοπορικόν
μεσοπόρος
μεσοπόρφυρος
μεσοποτάμιος
μεσοπτερύγια
μεσόπτωτα
μεσοπύγιον
μεσοπύλη
μεσοπύργιον
μεσόριον
μεσόρομβος
μεσορραγής
μέσος
μεσοσέληνον
μεσοστάτης
μεσόστενος
μεσοστροφωνίαι
μεσοστύλιον
μεσοσυλλαβέω
μεσοσυλλαβία
View word page
μεσόριον
*
μεσόριον
,
Μέσορος
,
A).
v.
μεσούριον, μέσσορος
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεσόριον
Headword (normalized):
μεσόριον
Headword (normalized/stripped):
μεσοριον
IDX:
66486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66487
Key:
Data
{'content': '<div class="entry">*<span class="orth greek">μεσόριον</span>, <span class="orth greek">Μέσορος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μεσούριον, μέσσορος</span> .</div> </div><br><br>'}