Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεσονέως
μεσονεφής
μεσονύκτιος
μεσόνυξ
μεσοπαγής
μεσοπέρδην
μεσοπερσικός
μεσόπλατος
μεσοπλεύριος
μεσόπλουτος
μεσόπολις
μεσοπόντιος
μεσοπορέω
μεσοπορία
μεσοπορικόν
μεσοπόρος
μεσοπόρφυρος
μεσοποτάμιος
μεσοπτερύγια
μεσόπτωτα
μεσοπύγιον
View word page
μεσόπολις
μεσό-πολις
,
ἡ
,
A).
f.l. for
μητρόπολις
,
Plu.
2.301d
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεσόπολις
Headword (normalized):
μεσόπολις
Headword (normalized/stripped):
μεσοπολις
IDX:
66473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66474
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεσό-πολις</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">μητρόπολις</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.301d </span>.</div> </div><br><br>'}