Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεσομφαλία
μεσομφάλιον
μεσόμφαλος
μέσον
μεσόνεοι
μεσονέως
μεσονεφής
μεσονύκτιος
μεσόνυξ
μεσοπαγής
μεσοπέρδην
μεσοπερσικός
μεσόπλατος
μεσοπλεύριος
μεσόπλουτος
μεσόπολις
μεσοπόντιος
μεσοπορέω
μεσοπορία
μεσοπορικόν
μεσοπόρος
View word page
μεσοπέρδην
μεσο-πέρδην, Adv., prob. Com. distortion of μεσο-φέρδην, term applied to a form of wrestling, Com.Adesp. 1078 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεσοπέρδην
Headword (normalized):
μεσοπέρδην
Headword (normalized/stripped):
μεσοπερδην
IDX:
66468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66469
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεσο-πέρδην</span>, Adv., prob. Com. distortion of <span class="orth greek">μεσο-φέρδην</span>, term applied to a form of wrestling, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Com.Adesp.</span> 1078 </span>.</div><br><br>'}