Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεσομάζιον
μεσόμακρος
μεσομέλας
μεσομηνία
μεσομήνιον
μεσομήρια
μεσόμνη
μεσομφαλία
μεσομφάλιον
μεσόμφαλος
μέσον
μεσόνεοι
μεσονέως
μεσονεφής
μεσονύκτιος
μεσόνυξ
μεσοπαγής
μεσοπέρδην
μεσοπερσικός
μεσόπλατος
μεσοπλεύριος
View word page
μέσον
μέσον, τό,
A). v. μέσος III and V.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέσον
Headword (normalized):
μέσον
Headword (normalized/stripped):
μεσον
IDX:
66461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66462
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μέσον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μέσος</span> III and V.</div> </div><br><br>'}