Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεσολάβησις
μεσόλαβος
μεσολάνιον
μεσόλευκος
μεσομάζιον
μεσόμακρος
μεσομέλας
μεσομηνία
μεσομήνιον
μεσομήρια
μεσόμνη
μεσομφαλία
μεσομφάλιον
μεσόμφαλος
μέσον
μεσόνεοι
μεσονέως
μεσονεφής
μεσονύκτιος
μεσόνυξ
μεσοπαγής
View word page
μεσόμνη
μεσόμνη,
A). v. μεσόδμη .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεσόμνη
Headword (normalized):
μεσόμνη
Headword (normalized/stripped):
μεσομνη
IDX:
66457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66458
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεσόμνη</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μεσόδμη</span> .</div> </div><br><br>'}