Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεσολαβέω
μεσολαβής
μεσολάβησις
μεσόλαβος
μεσολάνιον
μεσόλευκος
μεσομάζιον
μεσόμακρος
μεσομέλας
μεσομηνία
μεσομήνιον
μεσομήρια
μεσόμνη
μεσομφαλία
μεσομφάλιον
μεσόμφαλος
μέσον
μεσόνεοι
μεσονέως
μεσονεφής
μεσονύκτιος
View word page
μεσομήνιον
μεσο-μήνιον, τό, = foreg., Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεσομήνιον
Headword (normalized):
μεσομήνιον
Headword (normalized/stripped):
μεσομηνιον
IDX:
66455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66456
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεσο-μήνιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = foreg., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}