Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεσόδμη
μεσόδοκον
μεσοδόμιον
μεσόδομος
μεσοειδής
μεσόζευγμα
μεσοζύγιος
μεσόθεν
μεσόθριξ
μέσοι
μεσόκενος
μεσόκλαστος
μεσοκνήμιον
μεσόκοιλος
μεσόκοπος
μεσοκουράδες
μεσόκουρος
μεσόκρανον
μεσοκρινής
μεσοκύνιον
μεσόκωλον
View word page
μεσόκενος
μεσό-κενος
σφυγμός
, of the pulse, dub. sens. in
Archig.
ap.
Gal.
8.944
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεσόκενος
Headword (normalized):
μεσόκενος
Headword (normalized/stripped):
μεσοκενος
IDX:
66434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66435
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεσό-κενος</span> <span class="foreign greek">σφυγμός</span>, of the pulse, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Archig.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 8.944 </span>.</div><br><br>'}