Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεσοδάκτυλον
μεσοδάκτυλος
μεσοδερκής
μεσόδμη
μεσόδοκον
μεσοδόμιον
μεσόδομος
μεσοειδής
μεσόζευγμα
μεσοζύγιος
μεσόθεν
μεσόθριξ
μέσοι
μεσόκενος
μεσόκλαστος
μεσοκνήμιον
μεσόκοιλος
μεσόκοπος
μεσοκουράδες
μεσόκουρος
μεσόκρανον
View word page
μεσόθεν
μεσόθεν
,
Μεσόθι
, v.
μεσς
-.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεσόθεν
Headword (normalized):
μεσόθεν
Headword (normalized/stripped):
μεσοθεν
IDX:
66431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66432
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεσόθεν</span>, <span class="orth greek">Μεσόθι</span>, v. <span class="itype greek">μεσς</span>-.</div><br><br>'}