Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναισχύντημα
ἀναισχυντία
ἀναισχυντογράφος
ἀναισχυντοποιός
ἀναίσχυντος
ἀναίτητος
ἀναιτίατος
ἀναιτιολόγητος
ἀναίτιος
ἄναιτος
ἀναιχμάλωτος
ἀναιωρέω
ἁνάκα
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθαρμα
ἀνακάθαρσις
ἀνακαθαρτικός
ἀνακάθημαι
ἀνακαθίζω
ἀνακαθίννυμαι
View word page
ἀναιχμάλωτος
ἀναιχμάλωτος, ον,
A). not made captive, Hsch. s.v. ἀπόρθητοι.


ShortDef

not made captive

Debugging

Headword:
ἀναιχμάλωτος
Headword (normalized):
ἀναιχμάλωτος
Headword (normalized/stripped):
αναιχμαλωτος
IDX:
6642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6643
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναιχμάλωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not made captive,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀπόρθητοι.</span> </div> </div><br><br>'}