Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεσόγαιος
μεσογάστωρ
μεσογεωτικός
μεσογονάτιον
μεσόγραφος
μεσοδάκτυλον
μεσοδάκτυλος
μεσοδερκής
μεσόδμη
μεσόδοκον
μεσοδόμιον
μεσόδομος
μεσοειδής
μεσόζευγμα
μεσοζύγιος
μεσόθεν
μεσόθριξ
μέσοι
μεσόκενος
μεσόκλαστος
μεσοκνήμιον
View word page
μεσοδόμιον
μεσο-δόμιον, τό,
A). v. μεσολάνιον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεσοδόμιον
Headword (normalized):
μεσοδόμιον
Headword (normalized/stripped):
μεσοδομιον
IDX:
66426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66427
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεσο-δόμιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μεσολάνιον</span> .</div> </div><br><br>'}