Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεσοβασίλειος
μεσοβασιλεύς
μεσόβιος
μεσόβραχυς
μεσόγαιος
μεσογάστωρ
μεσογεωτικός
μεσογονάτιον
μεσόγραφος
μεσοδάκτυλον
μεσοδάκτυλος
μεσοδερκής
μεσόδμη
μεσόδοκον
μεσοδόμιον
μεσόδομος
μεσοειδής
μεσόζευγμα
μεσοζύγιος
μεσόθεν
μεσόθριξ
View word page
μεσοδάκτυλος
μεσο-δάκτυλος, ,
A). middle phalanx of a finger, Cat.Cod.Astr. 7.238 .


ShortDef

middle phalanx

Debugging

Headword:
μεσοδάκτυλος
Headword (normalized):
μεσοδάκτυλος
Headword (normalized/stripped):
μεσοδακτυλος
IDX:
66422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66423
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεσο-δάκτυλος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">middle phalanx</span> of a finger, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 7.238 </span>.</div> </div><br><br>'}