Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναισχυντέω
ἀναισχύντημα
ἀναισχυντία
ἀναισχυντογράφος
ἀναισχυντοποιός
ἀναίσχυντος
ἀναίτητος
ἀναιτίατος
ἀναιτιολόγητος
ἀναίτιος
ἄναιτος
ἀναιχμάλωτος
ἀναιωρέω
ἁνάκα
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθαρμα
ἀνακάθαρσις
ἀνακαθαρτικός
ἀνακάθημαι
ἀνακαθίζω
View word page
ἄναιτος
ἄναιτος,
A). v. ἄνατος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄναιτος
Headword (normalized):
ἄναιτος
Headword (normalized/stripped):
αναιτος
IDX:
6641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6642
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄναιτος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἄνατος.</span> </div> </div><br><br>'}