Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεσίτης
μέσκος
μέσμα
μεσοβασιλεία
μεσοβασίλειος
μεσοβασιλεύς
μεσόβιος
μεσόβραχυς
μεσόγαιος
μεσογάστωρ
μεσογεωτικός
μεσογονάτιον
μεσόγραφος
μεσοδάκτυλον
μεσοδάκτυλος
μεσοδερκής
μεσόδμη
μεσόδοκον
μεσοδόμιον
μεσόδομος
μεσοειδής
View word page
μεσογεωτικός
μεσο-γεωτικός, , όν,
A). inland, Gloss.


ShortDef

inland

Debugging

Headword:
μεσογεωτικός
Headword (normalized):
μεσογεωτικός
Headword (normalized/stripped):
μεσογεωτικος
IDX:
66418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66419
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεσο-γεωτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">inland,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}