Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μέσης
μεσήτιος
μεσιάνη
μεσίδιον
μεσίδιος
μεσιδιόω
μεσιτεία
μεσιτεύω
μεσίτης
μέσκος
μέσμα
μεσοβασιλεία
μεσοβασίλειος
μεσοβασιλεύς
μεσόβιος
μεσόβραχυς
μεσόγαιος
μεσογάστωρ
μεσογεωτικός
μεσογονάτιον
μεσόγραφος
View word page
μέσμα
μέσμα· μέστωμα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέσμα
Headword (normalized):
μέσμα
Headword (normalized/stripped):
μεσμα
IDX:
66410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66411
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μέσμα·</span> <span class="foreign greek">μέστωμα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}