Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεσήρης
μέσης
μεσήτιος
μεσιάνη
μεσίδιον
μεσίδιος
μεσιδιόω
μεσιτεία
μεσιτεύω
μεσίτης
μέσκος
μέσμα
μεσοβασιλεία
μεσοβασίλειος
μεσοβασιλεύς
μεσόβιος
μεσόβραχυς
μεσόγαιος
μεσογάστωρ
μεσογεωτικός
μεσογονάτιον
View word page
μέσκος
μέσκος
,
ὁ
,
A).
=
κῴδιον
,
Nic.
Fr.
119
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μέσκος
Headword (normalized):
μέσκος
Headword (normalized/stripped):
μεσκος
IDX:
66409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66410
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μέσκος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κῴδιον</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nic.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 119 </span>.</div> </div><br><br>'}