μεσιτεύω
μεσῑτ-εύω,
A). act as arbiter or mediator, AJ 16.4.3 , BGU 709.18 (ii A. D.), , etc.; 39.2 τισι BGU 906.7 (i A. D.), etc.; μ. ὅρκῳ Ep.Hebr. 6.17 ; act as go-between, τῇ Πασιφάῃ πρὸς τὸν ἔρωτα τοῦ ταύρου . 1166.25
2). trans., mediate, negotiate, τὴν διάλυσιν μ. ; 11.34.3 τὰς συνθήκας OGI 437.76 (Pergam., i B. C.), , 9.59 ; 19.71 τὰς διαλλαγάς 130.29
3). pledge, mortgage property, CPR 1.19 (i A. D.), etc.
4). = μεσιδιόω, χειρόγραφον παρά τινι Möller Pap.Berl. Mus. 2.11 ( Pass., i A. D.),
2). lie between, μονάδος καὶ δεκάδος Theol.Ar. 44 .