Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεσημβρίζω
μεσημβρινός
μεσήμβριος
μεσήμβριον
μεσημβριστός
μεσημέριος
μεσήπειρος
μεσηρεύω
μεσήρης
μέσης
μεσήτιος
μεσιάνη
μεσίδιον
μεσίδιος
μεσιδιόω
μεσιτεία
μεσιτεύω
μεσίτης
μέσκος
μέσμα
μεσοβασιλεία
View word page
μεσήτιος
μεσήτιος, ον,
A). = μέσος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεσήτιος
Headword (normalized):
μεσήτιος
Headword (normalized/stripped):
μεσητιος
IDX:
66401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66402
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεσήτιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μέσος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}