Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεσημβριάζω
μεσημβριάς
μεσημβριάω
μεσημβρίζω
μεσημβρινός
μεσήμβριος
μεσήμβριον
μεσημβριστός
μεσημέριος
μεσήπειρος
μεσηρεύω
μεσήρης
μέσης
μεσήτιος
μεσιάνη
μεσίδιον
μεσίδιος
μεσιδιόω
μεσιτεία
μεσιτεύω
μεσίτης
View word page
μεσηρεύω
μεσηρ-εύω,
A). to be neutral, Philist. 61 .


ShortDef

to be neutral

Debugging

Headword:
μεσηρεύω
Headword (normalized):
μεσηρεύω
Headword (normalized/stripped):
μεσηρευω
IDX:
66398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66399
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεσηρ-εύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be neutral</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1591.tlg001:61" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1591.tlg001:61/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Philist.</span> 61 </a>.</div> </div><br><br>'}