Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεσῆλιξ
μεσημβρία
μεσημβριάζω
μεσημβριάς
μεσημβριάω
μεσημβρίζω
μεσημβρινός
μεσήμβριος
μεσήμβριον
μεσημβριστός
μεσημέριος
μεσήπειρος
μεσηρεύω
μεσήρης
μέσης
μεσήτιος
μεσιάνη
μεσίδιον
μεσίδιος
μεσιδιόω
μεσιτεία
View word page
μεσημέριος
μες-ημέριος, ον,
A). = μεσημβρινός : τὸ μεσαμέριον at midday, Theoc. 7.21 :—also μες-ήμερον, τό, Gloss.


ShortDef

at mid-day

Debugging

Headword:
μεσημέριος
Headword (normalized):
μεσημέριος
Headword (normalized/stripped):
μεσημεριος
IDX:
66396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66397
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μες-ημέριος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μεσημβρινός</span> : <span class="foreign greek">τὸ μεσαμέριον</span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">at midday</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:7:21" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:7.21/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theoc.</span> 7.21 </a>:—also <span class="orth greek">μες-ήμερον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}