Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεσήεις
μεσῆλιξ
μεσημβρία
μεσημβριάζω
μεσημβριάς
μεσημβριάω
μεσημβρίζω
μεσημβρινός
μεσήμβριος
μεσήμβριον
μεσημβριστός
μεσημέριος
μεσήπειρος
μεσηρεύω
μεσήρης
μέσης
μεσήτιος
μεσιάνη
μεσίδιον
μεσίδιος
μεσιδιόω
View word page
μεσημβριστός
μεσημβρ-ιστός, ,
A). = ὡροσκόπος , dub. in Ps.- Ptol. Centil. 49 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεσημβριστός
Headword (normalized):
μεσημβριστός
Headword (normalized/stripped):
μεσημβριστος
IDX:
66395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66396
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεσημβρ-ιστός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὡροσκόπος</span> , dub. in Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ptol.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Centil.</span> 49 </span>.</div> </div><br><br>'}