Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεσέρκειος
μεσευθύς
μεσεύς
μεσεύω
μέση
μεσηγύ
μεσήεις
μεσῆλιξ
μεσημβρία
μεσημβριάζω
μεσημβριάς
μεσημβριάω
μεσημβρίζω
μεσημβρινός
μεσήμβριος
μεσήμβριον
μεσημβριστός
μεσημέριος
μεσήπειρος
μεσηρεύω
μεσήρης
View word page
μεσημβριάς
μεσημβρ-ιάς, άδος, pecul. fem. of μεσημβρινός, Nonn. D. 48.590 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεσημβριάς
Headword (normalized):
μεσημβριάς
Headword (normalized/stripped):
μεσημβριας
IDX:
66389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66390
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεσημβρ-ιάς</span>, <span class="itype greek">άδος</span>, pecul. fem. of <span class="foreign greek">μεσημβρινός</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2045.tlg001.perseus-grc1:48:590" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2045.tlg001.perseus-grc1:48.590/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nonn.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">D.</span> 48.590 </a>.</div><br><br>'}