Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναίσιος
ἀναΐσσω
ἀναισχής
ἀναισχυντέω
ἀναισχύντημα
ἀναισχυντία
ἀναισχυντογράφος
ἀναισχυντοποιός
ἀναίσχυντος
ἀναίτητος
ἀναιτίατος
ἀναιτιολόγητος
ἀναίτιος
ἄναιτος
ἀναιχμάλωτος
ἀναιωρέω
ἁνάκα
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθαρμα
ἀνακάθαρσις
View word page
ἀναιτίατος
ἀναιτίατος, ον,
A). unblamed, Ion Trag. ap. Phot. p.113R.


ShortDef

unblamed

Debugging

Headword:
ἀναιτίατος
Headword (normalized):
ἀναιτίατος
Headword (normalized/stripped):
αναιτιατος
IDX:
6638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6639
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναιτίατος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">unblamed,</span> Ion Trag. ap. Phot.<span class="bibl"> p.113R. </span> </div> </div><br><br>'}