Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεσεμβόλησις
μεσεμβολία
μεσέμβολος
μεσεντέριον
μεσέρκειος
μεσευθύς
μεσεύς
μεσεύω
μέση
μεσηγύ
μεσήεις
μεσῆλιξ
μεσημβρία
μεσημβριάζω
μεσημβριάς
μεσημβριάω
μεσημβρίζω
μεσημβρινός
μεσήμβριος
μεσήμβριον
μεσημβριστός
View word page
μεσήεις
μες-ήεις, εσσα, εν,
A). middling (between ἔξοχος and χερειότερος), 11.12.269 .


ShortDef

middle, middling

Debugging

Headword:
μεσήεις
Headword (normalized):
μεσήεις
Headword (normalized/stripped):
μεσηεις
IDX:
66385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66386
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μες-ήεις</span>, <span class="itype greek">εσσα</span>, <span class="itype greek">εν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">middling</span> (between <span class="foreign greek">ἔξοχος</span> and <span class="foreign greek">χερειότερος</span>), <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc1:11:12:269" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc1:11:12:269/canonical-url/"> 11.12.269 </a>.</div> </div><br><br>'}