Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεσεγγύη
μεσεγγύημα
μεσεγγυόομαι
μεσέγγυος
μεσεγγύωμα
μεσειδιόω
μεσεμβολέω
μεσεμβόλημα
μεσεμβόλησις
μεσεμβολία
μεσέμβολος
μεσεντέριον
μεσέρκειος
μεσευθύς
μεσεύς
μεσεύω
μέση
μεσηγύ
μεσήεις
μεσῆλιξ
μεσημβρία
View word page
μεσέμβολος
μεσέμβολ-ος, ον,
A). intercepted, Vett. Val. 102.15 .


ShortDef

intercepted

Debugging

Headword:
μεσέμβολος
Headword (normalized):
μεσέμβολος
Headword (normalized/stripped):
μεσεμβολος
IDX:
66377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66378
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεσέμβολ-ος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">intercepted</span>, Vett. Val.<span class="bibl"> 102.15 </span>.</div> </div><br><br>'}