Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεσεγγυάω
μεσεγγύη
μεσεγγύημα
μεσεγγυόομαι
μεσέγγυος
μεσεγγύωμα
μεσειδιόω
μεσεμβολέω
μεσεμβόλημα
μεσεμβόλησις
μεσεμβολία
μεσέμβολος
μεσεντέριον
μεσέρκειος
μεσευθύς
μεσεύς
μεσεύω
μέση
μεσηγύ
μεσήεις
μεσῆλιξ
View word page
μεσεμβολία
μεσεμβολ-ία
,
ἡ
, = foreg.,
Cat.Cod.Astr.
1.107
(pl.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεσεμβολία
Headword (normalized):
μεσεμβολία
Headword (normalized/stripped):
μεσεμβολια
IDX:
66376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66377
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεσεμβολ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 1.107 </span> (pl.).</div><br><br>'}