Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μέσαυλον
μέσαυλος
μεσαύχην
μέσδων
μεσεγγυάω
μεσεγγύη
μεσεγγύημα
μεσεγγυόομαι
μεσέγγυος
μεσεγγύωμα
μεσειδιόω
μεσεμβολέω
μεσεμβόλημα
μεσεμβόλησις
μεσεμβολία
μεσέμβολος
μεσεντέριον
μεσέρκειος
μεσευθύς
μεσεύς
μεσεύω
View word page
μεσειδιόω
μεσειδιόω,
A). v. μεσιδιόω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεσειδιόω
Headword (normalized):
μεσειδιόω
Headword (normalized/stripped):
μεσειδιοω
IDX:
66372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66373
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεσειδιόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μεσιδιόω</span> .</div> </div><br><br>'}