Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεσαύλιος
μέσαυλον
μέσαυλος
μεσαύχην
μέσδων
μεσεγγυάω
μεσεγγύη
μεσεγγύημα
μεσεγγυόομαι
μεσέγγυος
μεσεγγύωμα
μεσειδιόω
μεσεμβολέω
μεσεμβόλημα
μεσεμβόλησις
μεσεμβολία
μεσέμβολος
μεσεντέριον
μεσέρκειος
μεσευθύς
μεσεύς
View word page
μεσεγγύωμα
μεσεγγῠ/-ωμα, ατος, τό,
A). = μεσεγγύημα , v.l. in Isoc. 12.13 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεσεγγύωμα
Headword (normalized):
μεσεγγύωμα
Headword (normalized/stripped):
μεσεγγυωμα
IDX:
66371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66372
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεσεγγῠ/-ωμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μεσεγγύημα</span> , v.l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0010.tlg021.perseus-grc1:13" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0010.tlg021.perseus-grc1:13/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Isoc.</span> 12.13 </a>.</div> </div><br><br>'}