Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεσαμβρίη
μεσάραιον
μεσάτιον
μέσατος
μεσαύλη
μεσαύλιον
μεσαύλιος
μέσαυλον
μέσαυλος
μεσαύχην
μέσδων
μεσεγγυάω
μεσεγγύη
μεσεγγύημα
μεσεγγυόομαι
μεσέγγυος
μεσεγγύωμα
μεσειδιόω
μεσεμβολέω
μεσεμβόλημα
μεσεμβόλησις
View word page
μέσδων
μέσδων, ον, Aeol. and Dor. for μέζων, μείζων (v. μέγας c).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέσδων
Headword (normalized):
μέσδων
Headword (normalized/stripped):
μεσδων
IDX:
66365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66366
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μέσδων</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Aeol. and Dor. for <span class="foreign greek">μέζων, μείζων</span> (v. <span class="foreign greek">μέγας</span> c).</div><br><br>'}