Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μέσακλον
μεσακόθεν
μέσακτος
μεσαμβρίη
μεσάραιον
μεσάτιον
μέσατος
μεσαύλη
μεσαύλιον
μεσαύλιος
μέσαυλον
μέσαυλος
μεσαύχην
μέσδων
μεσεγγυάω
μεσεγγύη
μεσεγγύημα
μεσεγγυόομαι
μεσέγγυος
μεσεγγύωμα
μεσειδιόω
View word page
μέσαυλον
μές-αυλον, τό, v. sq.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέσαυλον
Headword (normalized):
μέσαυλον
Headword (normalized/stripped):
μεσαυλον
IDX:
66362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66363
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μές-αυλον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, v. sq.</div><br><br>'}