μεσάζω
μεσάζω,
A). = μεσόω, ὁ μεσάζων τόπος ( v.l. νησίζων ) ; 1.32 πότερον ἄρχοιτο τὸ πάθος ἢ μεσάζοι Ep. 18 ; νυκτὸς μεσαζούσης Wi. 18.14 ; μεσαζούσης ἡμέρας ; of food, 7.5.2 to be half-cooked, Bilabel Ὀψαρτ. p.11 .
II). Pass., to be inserted in the middle, intervene, αἱ μεσαζόμεναι λέξεις Synt. 270.5 , cf. Conj. 255.20 ; of terms in an arithmetical series, Theol.Ar. 39 .