Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μερμίλλων
μέρμις
μέρμνος
μερόεν
μεροπήϊος
μεροποιός
μεροποσπόρος
μέρος
μέροψ
μέρτρυξ
μερύτης
μές
μέσαβον
μεσαβόω
μεσάγκυλον
μεσάγριος
μεσάδιος
μεσάζω
μεσαῖος
μεσαιπόλιος
μεσαίτατος
View word page
μερύτης
μερύτης· ἀναιδής, Hsch. μερῶν· ἐλάσσων, Id. μέρωον· πωλίον, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μερύτης
Headword (normalized):
μερύτης
Headword (normalized/stripped):
μερυτης
IDX:
66340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66341
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μερύτης·</span> <span class="foreign greek">ἀναιδής</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">μερῶν·</span> <span class="foreign greek">ἐλάσσων</span>, Id. <span class="orth greek">μέρωον·</span> <span class="foreign greek">πωλίον</span>, Id.</div><br><br>'}