Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μερμηρικοί
μερμίλλων
μέρμις
μέρμνος
μερόεν
μεροπήϊος
μεροποιός
μεροποσπόρος
μέρος
μέροψ
μέρτρυξ
μερύτης
μές
μέσαβον
μεσαβόω
μεσάγκυλον
μεσάγριος
μεσάδιος
μεσάζω
μεσαῖος
μεσαιπόλιος
View word page
μέρτρυξ
μέρτρυξ,
A). = γεράνιον , Ps.- Dsc. 3.116 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μέρτρυξ
Headword (normalized):
μέρτρυξ
Headword (normalized/stripped):
μερτρυξ
IDX:
66339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66340
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μέρτρυξ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">γεράνιον</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.116 </span>.</div> </div><br><br>'}