Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μερίτης
μερμαίρω
μερμέριος
μέρμερος
μέρμηρᾰ
μερμηρίζω
μερμηρικοί
μερμίλλων
μέρμις
μέρμνος
μερόεν
μεροπήϊος
μεροποιός
μεροποσπόρος
μέρος
μέροψ
μέρτρυξ
μερύτης
μές
μέσαβον
μεσαβόω
View word page
μερόεν
μερόεν· μεριστικόν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μερόεν
Headword (normalized):
μερόεν
Headword (normalized/stripped):
μεροεν
IDX:
66333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66334
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μερόεν·</span> <span class="foreign greek">μεριστικόν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}