Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεριστικός
μεριστός
μεριτεία
μεριτεύομαι
μερίτης
μερμαίρω
μερμέριος
μέρμερος
μέρμηρᾰ
μερμηρίζω
μερμηρικοί
μερμίλλων
μέρμις
μέρμνος
μερόεν
μεροπήϊος
μεροποιός
μεροποσπόρος
μέρος
μέροψ
μέρτρυξ
View word page
μερμηρικοί
μερμηρ-ικοί, οἱ,
A). = πειρᾶται , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μερμηρικοί
Headword (normalized):
μερμηρικοί
Headword (normalized/stripped):
μερμηρικοι
IDX:
66329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66330
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μερμηρ-ικοί</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πειρᾶται</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}