Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεριμνοποιέω
μεριμνοποιός
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερινων
μερίς
μέρισμα
μερισμός
μεριστέον
μεριστής
μεριστικός
μεριστός
μεριτεία
μεριτεύομαι
μερίτης
μερμαίρω
μερμέριος
μέρμερος
μέρμηρᾰ
μερμηρίζω
μερμηρικοί
View word page
μεριστικός
μερ-ιστικός
,
ή
,
όν
,
A).
fit for dividing
, gloss on
μερόεν
,
Hsch.
ShortDef
fit for dividing
Debugging
Headword:
μεριστικός
Headword (normalized):
μεριστικός
Headword (normalized/stripped):
μεριστικος
IDX:
66319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66320
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μερ-ιστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fit for dividing</span>, gloss on <span class="ref greek">μερόεν</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}