Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μερικεύω
μερικός
μέριμνα
μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνητικός
μεριμνοποιέω
μεριμνοποιός
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερινων
μερίς
μέρισμα
μερισμός
μεριστέον
μεριστής
μεριστικός
μεριστός
μεριτεία
μεριτεύομαι
View word page
μεριμνοφροντιστής
μεριμνο-φροντιστής, οῦ, ,'
A). minute philosopher', Ar. Nu. 101 .


ShortDef

‘minute philosopher’

Debugging

Headword:
μεριμνοφροντιστής
Headword (normalized):
μεριμνοφροντιστής
Headword (normalized/stripped):
μεριμνοφροντιστης
IDX:
66312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66313
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεριμνο-φροντιστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,\'<div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">minute philosopher</span>\', <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg003.perseus-grc1:101" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg003.perseus-grc1:101/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Nu.</span> 101 </a>.</div> </div><br><br>'}