Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μερίζω
μερικεύω
μερικός
μέριμνα
μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνητικός
μεριμνοποιέω
μεριμνοποιός
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερινων
μερίς
μέρισμα
μερισμός
μεριστέον
μεριστής
μεριστικός
μεριστός
μεριτεία
View word page
μεριμνοτόκος
μεριμνο-τόκος
,
ον
,
A).
mother of cares
,
βίοτος
AP
11.382.20
(
Agath.
).
ShortDef
mother of cares
Debugging
Headword:
μεριμνοτόκος
Headword (normalized):
μεριμνοτόκος
Headword (normalized/stripped):
μεριμνοτοκος
IDX:
66311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66312
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεριμνο-τόκος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mother of cares</span>, <span class="quote greek">βίοτος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 11.382.20 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Agath.</span></span>).</div> </div><br><br>'}