Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μερίδιον
μεριζομένως
μερίζω
μερικεύω
μερικός
μέριμνα
μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνητικός
μεριμνοποιέω
μεριμνοποιός
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερινων
μερίς
μέρισμα
μερισμός
μεριστέον
μεριστής
μεριστικός
View word page
μεριμνοποιέω
μεριμνο-ποιέω,
A). cause care, Gloss.


ShortDef

cause care

Debugging

Headword:
μεριμνοποιέω
Headword (normalized):
μεριμνοποιέω
Headword (normalized/stripped):
μεριμνοποιεω
IDX:
66309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66310
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεριμνο-ποιέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cause care,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}