Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναισθησία
ἀναισθησιολογία
ἀναισθητεύομαι
ἀναισθητέω
ἀναίσθητος
ἀναίσιμος
ἀναισιμόω
ἀναισίμωμα
ἀναίσιος
ἀναΐσσω
ἀναισχής
ἀναισχυντέω
ἀναισχύντημα
ἀναισχυντία
ἀναισχυντογράφος
ἀναισχυντοποιός
ἀναίσχυντος
ἀναίτητος
ἀναιτίατος
ἀναιτιολόγητος
ἀναίτιος
View word page
ἀναισχής
ἀναισχής, ές,
A). = ἀναίσχυντος , AB 207 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναισχής
Headword (normalized):
ἀναισχής
Headword (normalized/stripped):
αναισχης
IDX:
6630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6631
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναισχής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀναίσχυντος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 207 </span>.</div> </div><br><br>'}