Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μέρα
μεράρχης
μεραρχία
μέργιζε
μέρεια
Μεριδάρπαξ
μεριδάρχης
μεριδαρχία
μεριδαρχικά
μερίδιον
μεριζομένως
μερίζω
μερικεύω
μερικός
μέριμνα
μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνητικός
μεριμνοποιέω
μεριμνοποιός
View word page
μεριζομένως
μεριζομένως, Adv.,
A). gloss on μελεϊστί , Sch. Opp. C. 4.281 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεριζομένως
Headword (normalized):
μεριζομένως
Headword (normalized/stripped):
μεριζομενως
IDX:
66300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66301
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεριζομένως</span>, Adv., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">μελεϊστί</span> , Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0024.tlg001.perseus-grc1:4:281" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0024.tlg001.perseus-grc1:4.281/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Opp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">C.</span> 4.281 </a>.</div> </div><br><br>'}