Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Μεντορουργής
μένω
μέρα
μεράρχης
μεραρχία
μέργιζε
μέρεια
Μεριδάρπαξ
μεριδάρχης
μεριδαρχία
μεριδαρχικά
μερίδιον
μεριζομένως
μερίζω
μερικεύω
μερικός
μέριμνα
μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνητικός
View word page
μεριδαρχικά
μερῐδαρχ-ικά, τά, a tax, perh. for his maintenance, Sammelb. 7166.8 (iii A.D.), PStrassb. 58.8 (iii A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεριδαρχικά
Headword (normalized):
μεριδαρχικά
Headword (normalized/stripped):
μεριδαρχικα
IDX:
66298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66299
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μερῐδαρχ-ικά</span>, <span class="gen greek">τά</span>, a tax, perh. for his maintenance, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 7166.8 </span> (iii A.D.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PStrassb.</span> 58.8 </span> (iii A.D.).</div><br><br>'}