Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μενητέον
μενθήρη
μενθηρίζω
μέννης
μενοεικής
μενοινάω
μενοινή
μενοινής
μένος
μεντάγρα
μεντιόπον
μέντοινε
μέντον
Μεντορουργής
μένω
μέρα
μεράρχης
μεραρχία
μέργιζε
μέρεια
Μεριδάρπαξ
View word page
μεντιόπον
μεντιόπον· χλανίδα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεντιόπον
Headword (normalized):
μεντιόπον
Headword (normalized/stripped):
μεντιοπον
IDX:
66285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-66286
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεντιόπον·</span> <span class="foreign greek">χλανίδα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}